Το φαινόμενο της γνωστικής προκατάληψης σύμφωνα με την οποία τα άτομα με περιορισμένες δεξιότητες σε έναν τομέα αδυνατούν να αναγνωρίσουν την ανεπάρκειά τους —και αντιθέτως υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους—ευδοκιμεί σε ένα περιβάλλον όπου η γνώμη βαφτίζεται γνώση και το βίωμα ανάγεται σε μέθοδο.
Το σχετικό paper του 1999 από τους David Dunning και Justin Kruger ("Unskilled and unaware of it", Journal of Personality and Social Psychology) έδειξε ότι οι λιγότερο ικανοί σε γνωστικές δοκιμασίες υπερεκτιμούν τις επιδόσεις τους. Ουσιαστικά, περιγράφει το εξής κωμικοτραγικά οξυμωρο: όσο λιγότερα ξέρεις, τόσο περισσότερο πιστεύεις ότι ξέρεις. Ο άσχετος δεν γνωρίζει απλώς ελάχιστα, αλλά δεν έχει ούτε καν την ικανότητα να αντιληφθεί πόσο άσχετος είναι. Και αυτό δεν είναι μόνο γνωσιακός περιορισμός —είναι και ηθικό ελάττωμα
Η Ελλάδα, η χώρα του φρέντο και της ψευδεπίγραφης αυτοπεποίθησης, έχει καταφέρει το ακατόρθωτο: να μετατρέψει μια επιστημονική διαταραχή της κρίσης σε εθνικό προσόν ως "επιβιωτική νοημοσύνη".
Η δε ελληνική κοινωνική πραγματικότητα προσφέρει ένα ιδανικό εργαστήριο πεδίου για την παρατήρηση αυτού του φαινομένου σε πλήρη, θριαμβευτική ανάπτυξη: Η χώρα στην οποία η φράση «εγώ δεν είμαι επιστήμονας, αλλά τελείωσα το Πανεπιστήμιο της ζωής» αποτελεί διαβατήριο για δημόσιο λόγο, είναι μια χώρα όπου η επιφανειακή πληροφόρηση λειτουργεί ως πιστοποιητικό σοφίας. Η δε επιστημονική ταπεινότητα ερμηνεύεται ως αδυναμία, ενώ η ασχετοσύνη που δηλώνεται με αυτοπεποίθηση γίνεται viral.
Ας μην κρυβόμαστε: το ελληνικό μορφωτικό οικοσύστημα δεν προάγει την αυτογνωσία· κι όταν η αυτοκριτική απουσιάζει, το κενό καταλαμβάνει ο αέρας του ημιμαθούς. Η σχολική κουλτούρα της αποστήθισης, το πελατειακό σύστημα επιβράβευσης του τσαμπουκά αντί της τεκμηρίωσης, και η συνεχής τηλεοπτική προβολή πασπαρτού "ειδικών", διαμορφώνουν μια κοινωνία στην οποία η αυθεντία δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής κατάρτισης, αλλά της ικανότητας να μιλάς δυνατά και με στόμφο.
Ο μέσος Έλληνας δεν θα σου πει “δεν ξέρω”: θα σου πει “άκου να δεις, φίλε μου” και θα σε παρασύρει μαζί του στον γνωστικό του κατήφορο, με την πεποίθηση ότι κατεβαίνει την Αριστοτέλους της γνώσης.
Μεταγνώση: Το λογισμικό που δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στον Έλληνα χρήστη.
Μεταγνώση είναι αυτό που λείπει από εκείνον που νομίζει πως ξέρει τι είναι μεταγνώση. Ο John Cleese, με την ψυχραιμία ενός παθιασμένου παλαιοντολόγου που ανακάλυψε απολιθωμένη βλακεία σε ενεργή μορφή, το περιγράφει: "αν είσαι πολύ, πολύ βλάκας, δεν έχεις την παραμικρή γνωστική υποδομή να αντιληφθείς την βλακεία σου. Πρέπει να διαθέτεις μια κάποια ευφυΐα για να καταλάβεις ότι σου λείπει η ευφυΐα".
Αυτή η οξύμωρη ειρωνεία γειτνιάζει με τα όρια της γελοιότητας: όσο πιο χαμηλή η γνωστική σου επάρκεια, τόσο πιο φωναχτά διαλαλείς την “αλήθεια” σου —κι όταν τελικά αντιληφθείς πόσο λάθος ήσουν, έχεις ήδη 100.000 προβολές και followers που σου λένε "μπράβο, αδερφέ, επιτέλους κάποιος που τα είπε". Ναι, η ηλιθιότητα έχει το θράσος της σιγουριάς. Και σχεδόν πάντα followers.
Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι μόνο η ημιμάθεια. Είναι η ανυπαρξία μεταγνώσης, η ικανότητα να καταλάβεις ότι δεν ξέρεις. Η μεταγνώση, όπως έχει αναλυθεί από τους Flavell (1979) και Kuhn (1999), είναι η βάση για την κριτική σκέψη. Όταν ο μέσος πολίτης δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς λειτουργεί η επιστήμη, η πολιτική, η ψυχολογία ή η κοινωνιολογία, αλλά πιστεύει ότι μπορεί να εκφέρει άποψη «επειδή ΕΤΣΙ νιώθει» ή «επειδή ΕΤΣΙ τα ξέρει αυτός», τότε η συζήτηση τελειώνει πριν αρχίσει.
Διακυβέρνηση με το manual του Dunning-Kruger: Θράσος, Άγνοια και "Αριστεία".
Η εξουσία από μόνη της παράγει γνωστικές στρεβλώσεις -και όχι ακούσια- μέσω της αλαζονείας: οι ερευνητές Kipnis, Power και Schmidt (1980) ανέδειξαν ότι άτομα σε θεσεις εξουσίας τείνουν να υπερεκτιμούν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, να μειώνουν την αξία των άλλων και να πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι σε κρίση και διορατικότητα. Όταν αυτό το ψυχοκοινωνικό φαινόμενο διασταυρωθεί με το σύνδρομο Dunning-Kruger, το αποτέλεσμα είναι ένας "μετα-πολιτικός θεός" που δεν ξέρει τίποτα, δεν καταλαβαίνει ότι δεν ξέρει τίποτα, αλλά μιλάει σαν να έχει τελειώσει το Χάρβαρντ τρεις φορές -και να έχει διορθώσει και τη διδακτορική διατριβή του καθηγητή του.
Στην Ελλάδα, αυτό είναι το μόνιμο πολιτικό modus operandi με καρικατούρες, οι οποίες εκπροσωπούν επάξια τους υποστηρικτές τους: Ο Άδωνις, που συστηματικά φωνάζει σε πάνελ με την πυγμή και την έπαρση του ανθρώπου που αγνοεί πόσο λίγα ξέρει.
Ο Βελόπουλος που πουλά κεραλοιφές και εξηγεί στους ειδικούς της ιατρικής πώς λειτουργεί το ανοσοποιητικό.
Ο Μητσοτάκης που δήλωσε ότι «η χούντα έκανε και έργα υποδομής, αλλά ήταν μια μαύρη περίοδος»: Αυτή η κλασική στρατηγική συμβιβαστικού αναθεωρητισμού θυμίζει μαθητή που προσπαθεί να πείσει τον καθηγητή πως ο Εφιάλτης “απλά έκανε λάθος logistics”.
Το Dunning-Kruger φοράει περικεφαλαία και ουρλιάζει "Ελλάς".
Στην ελληνική πραγματικότητα, το φαινόμενο Dunning-Kruger δεν στέκεται απλώς δίπλα στον φασισμό· του κρατάει το χέρι, του γυαλίζει τις αρβύλες και τον πείθει πως είναι "εθνικός αναστοχαστής". Η ανικανότητα κάποιου να αναγνωρίσει την άγνοιά του είναι το τέλειο γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια αυταρχικών αντιλήψεων. Σύμφωνα με τον Adorno και τη θεωρία της αυταρχικής προσωπικότητας, τα άτομα με χαμηλό γνωστικό και αναλυτικό υπόβαθρο τείνουν να έλκονται από δογματικές, αυστηρές ιδεολογίες, που προσφέρουν απλοϊκές εξηγήσεις για σύνθετα προβλήματα.
Αντίθετα, η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας απορρίπτεται ως "κουλτουριάρικη μπουρδολογία" και αντικαθίσταται από τη θαλπωρή της ασπρόμαυρης σκέψης: Αυτή η απλοϊκότητα, λέει και ο Zimbardo (2007) στο έργο του 'The Lucifer Effect', μπορεί να μετατραπεί σε ηθική αδράνεια, ειδικά όταν συνοδεύεται από πλάνες αυθεντίας και μιλιταριστικής ρητορικής.
Επιπλέον, στον φασιστικό λόγο -ιδίως στον εγχώριο, με την ιδιαίτερη του αγάπη στο "τιμημένο 1821" και τις κληρονομημένες χλαμύδες- λειτουργεί ως θεμέλιο σχετίζεται άμεσα με το cognitive simplicity που παρατηρείται σε φασιστικές κοσμοθεωρίες (Tetlock, 1983): Όταν κάποιος δεν έχει τη γνωστική ικανότητα να αξιολογήσει τις ίδιες του τις απόψεις, δεν μπορεί ούτε να καταλάβει πώς η ρητορική μίσους είναι παράλογη. Αντίθετα, θεωρεί τον εαυτό του "ξύπνιο", "εθνικά ευαίσθητο", και, φυσικά, "λογικό".
Στη χώρα μας αυτό παίρνει τη μορφή "επιχειρημάτων" τύπου "ο αριστερόστροφος φασισμός", "φταίνε οι μετανάστες", "οι αριστεροί ελέγχουν τα πανεπιστήμια", και βεβαίως, της all time classic φράσης: "εγώ δεν είμαι φασίστας, αλλά...".
Η επιστήμη, που απαιτεί πειθαρχία, ταπεινότητα και μελέτη, είναι απειλή για τον άνθρωπο που έχει επενδύσει όλη του την αυτοεκτίμηση στην άποψή του. Κοινωνιολόγοι; «Αριστεροί τεμπέληδες». Ψυχολόγοι; «Να πας να τα πεις σε κανέναν φίλο σου». Αστροφυσικοί; «Πουλημένοι της NASA». Κάποτε, αν έλεγες «το διάβασα», εννοούσες σε βιβλίο. Τώρα, σημαίνει «το είδα σε meme στο "Περιφανη Ελυνεσ"» με Comic Sans γραμματοσειρά και φόντο την την Αγιά Σοφιά και τρία F16 από πάνω.
Το σύμπαν διαστέλλεται –αλλά όχι τόσο όσο το εγώ του Έλληνα που έλυσε τη θεωρία των πάντων στην καφετέρια: Σε μελέτη του Pew Research Center (2020), το 42% των Ελλήνων δήλωσαν ότι «η επιστήμη δεν είναι απαραίτητα η καλύτερη πηγή για την κατανόηση του κόσμου». Πιο αξιόπιστος λοιπόν είναι ο μπατζανάκης. Ειδικά αν είναι και υδραυλικός. Οι στατιστικές του είναι πιο αξιόπιστες απ' του ΕΜΠ.
Έτσι εξηγείται γιατί ο επιστήμονας λοιδορείται, ενώ ο πανελίστας-προφήτης χειροκροτείται. Γιατί η σοβαρότητα βαφτίζεται ξιπασιά, και η άγνοια αυθεντικότητα. Γιατί το να παριστάνεις τον ειδικό με άνεση, είναι ανώτερο κοινωνικό status από το να παραδέχεσαι την ανάγκη για μάθηση.
Η γνώση θέλει κόπο. Η γνώμη, θέλει WiFi.
Σε μια κοινωνία όπου όλοι ξέρουν τα πάντα, το μόνο που αγνοείται συστηματικά είναι η αλήθεια:
- Ο Σάκης από το Κορδελιό, που έγραφε 7 στην Έκθεση, εξηγεί στο Facebook γιατί ο Καμύ ήταν "σατανιστής και άθεος" και άρα "δεν αξίζει καν να τον διαβάσεις". Του απαντάνε 32 άτομα με φωτογραφίες του Καζαντζάκη.
- Η Ρούλα, που έχει σπουδάσει "Αναπληρωτής Βοηθός Ειδικού Ψυχικής Υγείας" στα 'ΙΕΚ Τάπερμαν', απορρίπτει τους ψυχολόγους γιατί «άμα έχεις φίλους και καλή ενέργεια, δεν χρειάζεσαι ψυχίατρο». Η ίδια πιστεύει ότι η μελαγχολία είναι «καρμική τιμωρία από προηγούμενη ζωή στην Καρχηδόνα.»
- Ο Νίκος, που δεν ξέρει καν τι είναι η βαρύτητα, εξηγεί γιατί η NASA λέει ψέματα και η Γη είναι κούφια. Χρησιμοποιεί λέξεις όπως "ελλειπτικότητα" και "οπτική απάτη" με τη σιγουριά ανθρώπου που έχει τελειώσει τηλεμάρκετινγκ.
- Ο Τάσος, που λέει “είχα κι εγώ κατάθλιψη μια φορά αλλά το ξεπέρασα με τσίπουρο και πρέφα”, αποκαλεί τους ψυχικά πάσχοντες "αδύναμους χαρακτήρες" και προτείνει "ένα χαστούκι και λίγο δουλειά στο χωράφι" γιατί "η ζωή θέλει @ρχίδι@, όχι ψυχανάλυση" .
- Η κυρά-Ελένη, που πιστεύει ότι οι ασθένειες είναι “δοκιμασίες πίστης”, φοράει τον βαφτιστικό της σταυρό στο λαιμό και φωνάζει ότι "η Θεία Κοινωνία καίει τα μικρόβια". Παράλληλα, καταριέται τους πρόσφυγες ως “άθεα σκουλήκια”.
- Ο Πάνος, που νομίζει ότι η μοντέρνα ζωγραφική είναι “μουτζούρες για αργόσχολους”, εξηγεί γιατί ο Pollock ήταν απατεώνας και “τα παιδιά στο νηπιαγωγείο ζωγραφίζουν καλύτερα”.
- Ο Influencer/Life Coach Χρήστος, που διατυμπανίζει ότι "στην κοινωνία κερδίζει πάντα ο πιο ικανός", εξηγεί πώς ο καθένας "αν θέλει μπορεί να γίνει πλούσιος", αγνοώντας ελαφρά έως βίαια την ύπαρξη ταξικών φραγμών, μορφωτικού κεφαλαίου ή του Μαρξ...Και συνεχίζει με μια ναπάλμ προκαταλήψεων που θα έκανε τον Durkheim να σηκωθεί απ’ τον τάφο του και να φωνάξει “ποιο κοινωνικό γεγονός σε χτύπησε στο κεφάλι;”
Στην ελληνική κοινωνία, αν πεις «δεν ξέρω αρκετά για να εκφέρω άποψη», σε κοιτάνε χαιρέκακα σαν να παραδέχτηκες έγκλημα. Η ταπεινότητα δεν είναι αρετή, είναι κοινωνικό στίγμα. Κι έτσι πορευόμαστε: άοπλοι από γνώση, θωρακισμένοι με γνώμη. Έτοιμοι για όλα —εκτός από το να μάθουμε. Γιατί το Dunning-Kruger δεν είναι πια άλλο ένα ψυχολογικό/κοινωνικό φαινόμενο. Είναι πολιτισμικό καθεστώς. Και μοιάζει να ήρθε για να μείνει.
Κι αν υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο από έναν αμόρφωτο, είναι ένας αμόρφωτος που νιώθει σοφός και εκφέρει ή πουλάει άποψη. Και ψηφίζει. Και τηλεπαρουσιάζει. Και κυβερνά.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Dunning, D., & Kruger, J. (1999). Unskilled and unaware of it. Journal of Personality and Social Psychology, 77(6), 1121–1134.
- Kahneman, D. (2011). Thinking, Fast and Slow.
- Flavell, J. H. (1979). Metacognition and cognitive monitoring.
- Kuhn, D. (1999). A developmental model of critical thinking.
- Pew Research Center (2020). Public Trust in Science and Scientists.