Γράφω γιατί χρειάζομαι χώρο για σκέψη και δημιουργία, όχι χώρο για engagement.
Γιατί προτιμώ πέντε αναγνώστες που σκέφτηκαν, από πεντακόσια likes που ξεχάστηκαν.
Γράφω επειδή με "διαβάζω". (Με εισαγωγικά ή χωρίς)
Καλωσήρθες στο παρελθόν του blogging. (Και –απροσδόκητα– στο μέλλον του).
Κάποτε, σε μια εποχή όπου το διαδίκτυο δεν έσταζε influencers και χορηγούμενα stories, υπήρχε ένας κόσμος γεμάτος ανθρώπους που απλώς…έγραφαν: Για τον κινηματογράφο, τη μουσική, το κρασί, την πολιτική, τη ζωή γενικά. Κι αυτό, πίστεψέ με, είχε δύναμη. Και δυναμική.
Παραφράζοντας τον Bukowski, τα blog ήταν τα μικρά καταφύγια εκείνων που έγραφαν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ήταν βραδινές εξομολογήσεις σε άγνωστες παρέες, με κωδικούς χρήστη και παθιασμένους γραφιάδες, αντί για "ψηφιακούς δημιουργούς" και "influencers". Ήταν ψηφιακά τετράδια για όσους ήθελαν να αφήσουν κάτι πίσω, έστω κι ένα απλό "σήμερα βίωσα κάτι". Ήταν εκείνα τα εξωτικά νησιά στα οποία ήθελες να αποδράσεις, με λέξεις για φοίνικες, μουσική για κύματα, και την ησυχία να σκέφτεσαι χωρίς την βορβορώδη τοξικότητα των flame wars στα social media.
Τα πρώτα blog ξεκίνησαν στις αρχές των ‘90s. Το 1994 ο Justin Hall, 19 ετών τότε, έφτιαξε το [Links.net', ένα προσωπικό ημερολόγιο στο οποίο, απλά, έγραφε ό,τι του κατέβαινε. Σύντομα, η λέξη weblog έγινε blog (ευχαριστούμε τον Peter Merholz, 1999). Μέχρι το 2006 υπήρχαν πάνω από 50 εκατομμύρια ενεργά blog παγκοσμίως. Blogging πλατφόρμες όπως το Wordpress και το Blogspot, φιλοξενούσαν εκείνο το ιδιαίτερο είδος ανθρώπου που δεν είχε target group, αλλά αυθεντικό πάθος για δημιουργία και έκφραση.
Και ο κόσμος δεν κατανάλωνε 'content'. Δεν σκρόλαρε εφήμερα reels. Έγραφε. Και διάβαζε.
Γιατί το blog δεν ήταν “περιεχόμενο”. Ήταν ψυχική ανάγκη βγαλμένη από παθιασμένο ερασιτεχνισμό: παρόν, ψυχή και πνεύμα -και μερικές φορές κάτι που μοιάζει επικίνδυνα με αγάπη.
...και τότε ήρθαν οι "επαγγελματίες".
Δημοσιογράφοι, κανάλια, οργανισμοί, brands, πολιτικοί, όταν αντιλήφθηκαν πως στο διαδίκτυο κυκλοφορούσε ελεύθερη αναγνωσιμότητα χωρίς barcode, έκαναν αυτό που κάνουν πάντα: μπήκαν και έστησαν περίπτερο δίπλα σε PR specialists και media conglomerates. Όλοι ήθελαν να μπουν στο παιχνίδι και να παίξουν. Και καθώς αυτό το παιχνίδι ήταν ελεύθερο και σχεδόν χωρίς κανόνες, δημιούργησαν και επέβαλλαν τους δικούς τους.Ξαφνικά, το blog έπρεπε να έχει SEO, meta description, featured image και conversion goal για να επιβιώσει.
Και έτσι, από "προσωπικό ιστολόγιο άποψης" μετατράπηκε σε compressed site συνεχούς ροής ειδήσεων χωρίς φίλτρο.
Ο δε blogger, έπρεπε να πείσει την Google ότι έχει relevant content με evergreen value -και μοιραία αντικαταστάθηκε από ανορθόγραφους και ανέμπνευστους αρθρογράφους περιεχομένου συνεχούς ροής.
Το blogging, παρότι ελεύθερο και δημιουργικό, ήθελε χρόνο. Ήθελε να καθίσεις, να σκεφτείς, να χτίσεις έναν ειρμό και όλο αυτό να αποτυπωθεί δημιουργικά. Ήθελε πρόθεση. Και διάθεση. Αναπόφευκτα λοιπόν, με την είσοδο των social media, το προσωπικό blog ισοπεδώθηκε:
Το Facebook πέρασε στις ιδέες αλγόριθμο και τις φίλτραρε με "κανόνες κοινότητας".
Το Instagram μετέτρεψε τις σκέψεις σε πόζες με εξωπραγματικά φίλτρα.
Το Twitter επέβαλε το όριο χαρακτήρων πριν προλάβεις να μιλήσεις.
Το TikTok έκανε τα πάντα να μοιάζουν με σαχλά αστεία εφηβικών απωθημένων.
Γιατί λοιπόν να γράψεις άρθρο, όταν μπορείς να ανεβάσεις story με poodle στην παραλία, freddo και deep quote του Coelho;
Ποιο το point να γράψεις για τον Camus και τον Pollock, όταν το 'Maraki96' πήρε 1348 reactions επειδή έβαλε caption “Καλημέραααα ☕💋💋” με φωτογραφια στην Πάρο με μπικίνι και φουσκωτό φλαμίνγκο;
Τα blog ήταν συνοικιακά μαγαζάκια. Τα social είναι mall με επίπλαστες εκρήξεις ψηφιακής ντοπαμίνης ανά δευτερόλεπτο.
Το blog ήθελε σκέψη. Το social θέλουν αντανακλαστικά, με άλλοθι τη δημιουργία "διαδικτυακής κοινότητας", ανεξάρτητα από το αν όλοι μιλάνε ταυτόχρονα και κανείς δεν ακούει.
Οπότε, όταν ο αλγόριθμος άρχισε να αξιολογεί τι είναι "ουσιαστικό", η ουσία βγήκε από το κάδρο με τις κλωτσιές: το blog έμοιαζε πλέον με σκονισμένο βινύλιο σε σαματατζίδικο πάρτι τεχνητής νοημοσύνης.
Οι παθιασμένοι ερασιτέχνες αποχώρησαν. Κάποιοι bloggers μεταλλάχθηκαν σε “content creators” με story plan και καμπάνιες. Άλλοι παρέμειναν στη θέση τους, πεισματικά, σαν γέρικα δέντρα σε πεζοδρόμιο γεμάτο μπετό και ξεχειλισμένους κάδους απορριμάτων.
Και κάπως έτσι, περάσαμε από το “γράφω για να εκφραστώ”, στο “ανεβάζω για να εγκριθώ”.
Blogging is the new vinyl (και δεν είναι ρετρό νοσταλγία)
Από το 2023 έχει σημειωθεί μια μικρή, αλλά σαφής και σταθερή αναγέννηση του blogging: Το Substack (newsletter/blog hybrid) εκτοξεύτηκε με πάνω από 3 εκατομμύρια επί πληρωμή συνδρομητές μέσα σε 2 χρόνια, παρουσιάζοντας άυξηση 40%.
Το Medium βρήκε καινούρια πνοή με curated αρθρογραφία, αυξάνοντας και αυτό σχεδόν στο ίδιο ποσοστό τους χρήστες του.
Πολλοί ανοίγουν ξανά παλιά blog σε blogspot και wordpress ή φτιάχνουν καινούρια.
Γιατί;
- Επειδή κουράστηκαν να ουρλιάζουν μέσα στο timeline και να μην ακούγονται.
- Επειδή η σκέψη χρειάζεται χώρο, όχι μόνο εντυπώσεις.
- Επειδή ανακάλυψαν ότι όταν μιλάς σε όλους, τελικά δεν σε ακούει κανείς.
- Επειδή δεν μπορείς να πεις κάτι αληθινό με stories που λήγουν σε 24 ώρες.
- Επειδή τα blog είναι ένας τρόπος έκφρασης, χωρίς να φωνάζεις στο κενό και να σου απαντάει μια διαφήμιση.
- Επειδή ο άνθρωπος θέλει ένα μέρος όπου να απλώνει τη σκέψη του, χωρίς να του υποδεικνύει ένας αλγόριθμος πότε να την κόψει.
- Επειδή όσο πιο θορυβώδης γίνεται ο κόσμος, τόσο πιο πολύτιμη γίνεται η σιωπή με περιεχόμενο.
Το blog είναι το βινύλιο της ψηφιακής έκφρασης: Λιγότερο βολικό, πιο αληθινό, και μόνο για όσους ακούνε -όχι για όσους κάνουν 'skip'.
Και όπως το βινύλιο επέστρεψε για να μας θυμίσει πώς ακούγεται η μουσική όταν δεν την καταβροχθίζεις πατώντας 'next', έτσι και τα blog επιστρέφουν για να μας θυμίσουν πώς είναι να γράφεις, να σκέφτεσαι και να νιώθεις χωρίς αλγόριθμο. Και επανέρχεται ως πράξη προσωπικής αντίστασης που δεν είναι απλώς ρετρό πείσμα.
ΥΓ: Το blog είναι σαν εκείνον που έφυγε από τα θορυβώδη φώτα και διάλεξε ένα μικρό, απόμακρο σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Όσοι τον ψάξουν, θα τον βρουν. Και τότε θα κεράσει καφέ και θα μιλήσει.
Αν όχι, δεν πειράζει. Δεν έγραψε ποτέ για το χειροκρότημα.