«Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει» – Αλμπέρ Καμύ.
Αν ο Καμύ είχε ζήσει τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, πιθανόν να μην άλλαζε ούτε μια λέξη. Η φράση του αυτή λειτουργεί χειρουργικά, κόβοντας με ακρίβεια κάθε αθώα ψευδαίσθηση για τη «σιωπηλή δυστυχία» των μαζών και αναδεικνύει τον τοξικό μηχανισμό που συχνά κρύβεται πίσω από την απάθεια: την επιθετική ταύτιση με τον δυνάστη και τη λύσσα για τιμωρία όσων διαταράσσουν την ησυχία της παραίτησης.
Ο φόβος και η παραίτηση δεν είναι πλέον καταστολή –είναι κουλτούρα.
Σε μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινωνικού ιστού, η βία έχει πάψει να είναι κραυγαλέα: δεν επιβάλλεται μόνο από τα ΜΑΤ ή τα δικαστήρια· καλλιεργείται με ειρωνεία, καχυποψία και κοινωνική απομόνωση. Ελάχιστα χαρακτηριστικά της «παλιάς» βίας παραμένουν τόσο διακριτικά, μα τόσο αποτελεσματικά. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις καφετέριες, στις παρέες, ακόμη και σε πανεπιστημιακές αίθουσες, η ριζική σκέψη αντιμετωπίζεται ως «υπερβολική», «γραφική», ή «ψευδοηθική». Η σιωπηλή πλειοψηφία έχει φτιάξει μια νέα ιεραρχία: αυτήν της ήσυχης υποταγής ως αρετής.
Δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο (από την υπόθεση υποκλοπών, μέχρι εργατικά ατυχήματα ή την κρατική αυθαιρεσία στον Έβρο), το πρώτο κοινωνικό ένστικτο δεν είναι οργή, αλλά αναστολή της ενσυναίσθησης: «Κάτι θα έκαναν κι αυτοί», «όλα πολιτικά τα κάνουν», «σιγά μη νοιαστεί κανείς». Αυτός ο μηχανισμός αυτο-ναρκωθέτησης της κοινής γνώμης λειτουργεί ως ασπίδα ενάντια στη δική μας ενοχή: όσο πιο γρήγορα απαξιώσουμε την αντίσταση, τόσο λιγότερο καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Η εχθρότητα της μάζας απέναντι στον ανυπάκουο.
Αντικοινωνικό δεν είναι πλέον το άδικο, αλλά το να τολμάς να το ονομάσεις. Ο καθηγητής, ο μαθητής και ο φοιτητής που διαδηλώνουν για αξιοκρατία και δωρεάν παιδεία, η γυναίκα που καταγγέλλει παρενόχληση, ο δημοσιογράφος που εκθέτει το καθεστώς, ο πολίτης που παλεύει καθημερινά για κοινωνική δικαοσύνη –όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται συχνά ως «παραφωνίες». Η λέξη «ακτιβιστής» ή «αλληλέγγυος» στην ελληνική κοινωνία χρησιμοποιείται συχνά με ένα ειρωνικό χαμόγελο καχυποψίας ή απόρριψης. Λες και η αντίσταση είναι είδος πολυτελείας, προορισμένη για εκείνους που «δεν έχουν τι να χάσουν».
Αυτή η συμπεριφορά έχει πολιτισμική συνέχεια. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας και της Κατοχής μέχρι τη Μεταπολίτευση, η Ελλάδα ποτέ δεν είχε μια σταθερή, εννιαία και θετική ανάγνωση της έννοιας της πολιτικής ανυπακοής. Αντιθέτως, η φιγούρα του «φιλήσυχου πολίτη» που «δεν μπλέκεται» καλλιεργήθηκε ως κοινωνικά αποδεκτή. Σήμερα, μέσα από τον επιφανειακό εκσυγχρονισμό, αυτή η στάση παραμένει πιο ισχυρή από ποτέ: το να μην παίρνεις θέση ή να παραμένεις ουδέτερος θεωρείται γνώρισμα κοινωνικής σοβαρότητας. Το να φωνάζεις, ένδειξη μειονεξίας.
Η Χάνα Άρεντ, όταν έκανε λόγο για "banality of evil", δεν εννοούσε τερατώδεις εγκληματίες, αλλά εκείνους που απλώς «κάνουν τη δουλειά τους» μέσα σε ένα άδικο σύστημα. Ο Άιχμαν της δεν ήταν σαδιστής· ήταν ένας μικροαστός υπάλληλος.
Όταν περιέγραφε λοιπόν αυτή την «κοινοτοπία», εννοούσε ακριβώς αυτή τη δολοφονική καθημερινότητα: την υπακοή ως γρανάζι του κοινωνικού αυτοματισμού, όπου κάθε κριτική φαντάζει εξτρεμισμός.
Στην Ελλάδα του σήμερα, το κακό σπάνια φορά στρατιωτική στολή —φορά κουστούμι, έχει μικρόφωνο, κρατά κινητό και μιλάει για «ανάπτυξη». Το κακό δεν σκοτώνει απαραίτητα. Αποχαυνώνει σε βαθμό εγκεφαλικής νέκρωσης. Κι εκείνος που λέει «όχι» δεν θεωρείται ήρωας -θεωρείται αλαζόνας, «γραφικός», «ψεκασμένος» ή «αναρχικός» και σχεδόν πάντα περιθωριοποιείται.
Στην Ελλάδα του σήμερα, το κακό σπάνια φορά στρατιωτική στολή —φορά κουστούμι, έχει μικρόφωνο, κρατά κινητό και μιλάει για «ανάπτυξη». Το κακό δεν σκοτώνει απαραίτητα. Αποχαυνώνει σε βαθμό εγκεφαλικής νέκρωσης. Κι εκείνος που λέει «όχι» δεν θεωρείται ήρωας -θεωρείται αλαζόνας, «γραφικός», «ψεκασμένος» ή «αναρχικός» και σχεδόν πάντα περιθωριοποιείται.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ο Άιχμαν είναι ο πολίτης της δίπλα πόρτας: ο απαθής, ο αδιάφορος, ο απρόθυμος για ταυτοποίηση ταξικής συνείδησης και κοινωνικής κινητικότητας.
Εδώ λοιπόν, εμφανίζεται ο πιο ύπουλος μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου: η εχθρότητα της μάζας προς τον ανυπάκουο. Όχι το μίσος του εξουσιαστή προς τον εξεγερμένο, αλλά του συμπολίτη προς τον «κακό μπελά», τον «ενοχλητικό», εκείνον που «πάει γυρεύοντας». Εκείνον που διαδηλώνει, που αποκαλύπτει σκάνδαλα, που καταγγέλει τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, που φεύγει από τον κύκλο της αδράνειας. Αυτός είναι πραγματική απειλή, όχι τόσο για την εξουσία, όσο για την ηρεμία των συμβιβασμένων. Η νοοτροπία αυτή δεν είναι απλώς μια ψυχογενής άμυνα προς οποιαδήποτε ριζοσπαστική αλλαγή, αλλά μια μορφή εσωτερικευμένης καταστολής σε βαθμό διαστροφής: να μισείς εκείνον που προσπαθεί να σε σώσει —ή έστω, να σωθεί μαζί σου.
Και έτσι καταλήγουμε στην κοινωνική νέκρωση: μια κατάσταση όπου η όποια αντίσταση δεν πνίγεται από το κράτος, αλλά από τους συμπολίτες. Το καθεστώς δεν χρειάζεται αστυνόμους -έχει αποκτήσει πολίτες με νοοτροπία καταδότη. Ο φόβος δεν βρίσκεται στον δρόμο· βρίσκεται στο βλέμμα των γύρω. Στην ειρωνεία, στη βολική αδιαφορία, στη σαρδόνια αυτοϊκανοποίηση συμβιβασμού «ορίστε, πού είναι τώρα όλοι αυτοί που φώναζαν;». Το αίτημα για αλλαγή δεν σβήνει επειδή δεν είναι δίκαιο -σβήνει επειδή κάνει τους υπόλοιπους να νιώθουν γυμνοί.
Ενάντια στην παράνοια: Μείνε (αν)υπάκουος εκεί που πρέπει.
Ίσως τελικά ο Καμύ και η Άρεντ να μιλούσαν για το ίδιο πράγμα: την τραγωδία της υποταγής που γίνεται αρετή, και της ελευθερίας που γίνεται ύβρις.
Έτσι λειτουργεί ο νέος κοινωνικός αυτοματισμός. Οι μόνοι επαναστάτες που είναι αποδεκτοί, είναι οι νεκροί επαναστάτες ή εκείνοι που δεν υπήρξαν ποτέ. Εκείνοι που δεν μπορούν να μιλήσουν, ώστε να μην ενοχλούν εκείνους που δεν θέλουν να μιλήσουν. Κι αν υπάρχει ελπίδα, αυτή ίσως να βρίσκεται ακριβώς εκεί: στο να μην υποκύψει κανείς στη λύσσα των συντριμμένων. Να σταθεί όρθιος, με κόστος, όχι μόνο απέναντι στην εξουσία, αλλά και απέναντι στη μαζική σιωπή που τη θωρακίζει.